O Brookfield τονίζει ότι μετασχηματίζουσα θεωρείται η μάθηση που πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Ο ίδιος αναφέρει ότι η μαθησιακή πράξη χαρακτηρίζεται μετασχηματίζουσα αν περιέχει θεμελιώδη αμφισβήτηση και αλλαγή στον τρόπο σκέψης και πράξης του μαθησιακού υποκειμένου. O Brookfield αναφέρει ότι η μετασχηματίζουσα μάθηση έχει πολιτική διάσταση, καθώς ο κριτικός στοχασμός ταυτίζεται με την αποκάλυψη κάθε μορφής εξουσίας. Ο ίδιος αναφέρει οτι ο κριτικός στοχασμός οδηγεί στην κριτική της ιδεολογίας όπου οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τον τρόπο με τον οποίο άκριτα αποδεκτές και αναιτιολόγητες κυρίαρχες ιδεολογίες έχουν ενσωματωθεί σε καθημερινές καταστάσεις και πρακτικές. Ο κριτικός στοχασμός ως μια μαθησιακή εμπειρία εξετάζει κάποια είδη παραδοχών. Το πρώτο είδος είναι οι αιτιακές παραδοχές στο οποίο εξετάζεται πώς λειτουργεί ο κόσμος και αναλύονται πιθανότητες αλλαγής. Το δεύτερο είδος είναι οι κανονιστικές παραδοχές, όπου εντοπίζεται ο θεμιτός τρόπος σκέψης και δράσης. Τέλος, το τρίτο είδος είναι οι παραδειγματικές παραδοχές, στις οποίες υπάρχουν βαθιές αντιλήψεις αφενός για τον τρόπο που έχει δομηθεί ο κόσμος και αφετέρου για την αντίληψη της θέση του ατόμου μέσα στον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Brookfield ο κριτικός στοχασμός συμβαίνει όταν υπάρχει:
- Εντοπισμός και ανακάλυψη παραδοχών
- Έλεγχος και αξιολόγηση παραδοχών
- Παρατήρηση πραγμάτων από διαφορετικές οπτικές γωνίες
- Ανάληψη δράσης
Σε μια κριτική της ιδεολογίας το άτομο εξετάζει αν η υπάρχουσα ηγεμονική παραδοχή εξυπηρετεί τον ίδιο πραγματικά. Η κριτική της ιδεολογίας περιέχει θεωρία κοινωνικής ανάλυσης και ενέχει επιχείρηση κοινωνικού μετασχηματισμού. Συνεπώς, η κριτική της ιδεολογίας θα λέγαμε ότι εξετάζει τις ηγεμονικές παραδοχές και αναλύει τα κοινωνικά παράγωγα που είναι διαμορφωμένα με την πολιτικοκοινωνική τάξη. Η ιδεολογία, βέβαια, δεν αφορά μόνο τα παραπάνω αλλά θα λέγαμε ότι σχετίζεται κατά κόρον με την ηθική λογική, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις αλλά και με τον τρόπο αντίληψης του πραγματικού.
H εκπαίδευση ενηλίκων θα βοηθήσει το μαθησιακό υποκείμενο, μέσω του κριτικού στοχασμού, να εξετάσει τις υπάρχουσες παραδοχές τις οποίες έχει δεχθεί χωρίς εξέταση. Αυτό συμβαίνει καθώς οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δομές τις έχουν παρουσιάσει αυτές τις παραδοχές με τέτοιον τρόπο ώστε να ασπάζονται από την κοινή γνώμη ακόμη και αν δεν την εξυπηρετούν.
Επομένως, στην εκπαίδευση ενηλίκων, θα λέγαμε, ότι ο κριτικός στοχασμός έχει δύο σκοπούς. Αφενός συνειδητοποίηση του τρόπου με τον οποίο διαστρεβλώνονται από παράγοντες ισχύος οι παραδοχές -παραδοχές μάλιστα που αφορούν και την εκπαίδευση ενηλίκων- και αφετέρου αμφισβήτηση παραδοχών που έχουν ηγεμονικό χαρακτήρα. O Brookfield τονίζει πως ο κριτικός στοχασμός του ατόμου έχει επίδραση στην κοινωνία και την πολιτική, αφού είναι μέρος της. Οπότε ο Brookfield επικεντρώνεται στην κοινωνική αλλαγή μέσω της εκπαίδευσης και αναφέρει ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον ατομικό κριτικό στοχασμό. Συνεπώς η εκπαίδευση ενηλίκων, πρέπει να καταλήγει σε πολιτική και ατομική συνειδητοποίηση.
Κατά την εκπαιδευτική διεργασία και τον κριτικό στοχασμό κάποιοι από τους εκπαιδευόμενους θα καταλήξουν σε κοινωνική δράση. Η δράση σε αυτήν την περίπτωση είναι η λήψη απόφασης. Ο κριτικός στοχασμός ενθαρρύνει την πρόκληση και στηρίζει τις αντιηγεμονικές πρακτικές. Όταν το μαθητικό υποκείμενο συνειδητοποιήσει τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος και τη θέση που έχει ο ίδιος μέσα σε αυτόν, τότε οδηγείται σε νοητική δράση. Βέβαια, κάποιοι μπορεί να στοχαστούν κριτικά και να μην επιθυμούν την αλλαγή ή ενδεχομένως η αλλαγή να συμβεί πιο μακρόχρονα . Από την άλλη, η εκπαίδευση χωρίς κριτικό στοχασμό έχει και αυτή μια πολιτική και κοινωνική βαρύτητα. Ο Brookfield διακρίνει ακόμη τους εκπαιδευτικούς σκοπούς του κριτικού στοχασμού από την πολιτική κινητοποίηση για οικονομική αλλαγή. Η πολιτική πρωτοβουλία συμβαίνει έπειτα από εργασία και οργάνωση για επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Συνεπώς η εκπαίδευση βοηθάει τους μαθητές να εξετάζουν καλύτερα τις παραδοχές και να βελτιωθούν στην ικανότητα οργάνωσης.
Όσον αφορά τους εκπαιδευτές ενηλίκων, χρειάζεται οι ίδιοι να στοχάζονται κριτικά στις ηγεμονικές παραδοχές. Επιβάλλεται να έχουν κριτική στάση απέναντι στις δυνάμεις ισχύος που σχετίζονται με την εκπαιδευτική πράξη. Αν συμβεί αυτό, καταλήγουμε ορισμένες φορές σε αναδιάταξη του τρόπου με τον οποίο η ισχύς θεμελιώνεται. Οι εκπαιδευόμενοι εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία δημιουργούν μαζί με τους εκπαιδευόμενους γνώση χωρίς επιρροές. Αν δεν συμβεί αυτό, αναπόφευκτα οι ίδιοι γίνονται φορείς μετάδοσης παραδοχών που δεν εξυπηρετούν τους εκπαιδευόμενους αλλά και τους ίδιους.
Βασιλική Γκάτη, Πολιτικός Επιστήμονας – Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Εκπαίδευσης Ενηλίκων