Η πτώση του τείχους του Βερολίνου απετέλεσε όχι μόνο ένα κομβικό σημείο στην παγκόσμια ιστορία, αλλά και την απαρχή της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων ανά την Ευρώπη, που ολοκληρώθηκε με την αποτυχία της λεγόμενης “Περεστρόικα” που ηγείτο ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και τη μετέπειτα διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η παραπάνω διάλυση συνέστησε την γενεσιουργό αιτία δημιουργίας δεκαπέντε νέων, αποκατεστημένων κι ανεξάρτητων κρατών και την εναρκτήριο για ένα ακόμη, τρίτο τη σειρά, κύμα εκδημοκρατισμού και δημοκρατικής μετάβασης στις παρυφές της ευρωπαϊκής επικράτειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρχής ανέλαβε το ακανθώδες αυτό έργο και για αυτό θέσπισε το 1993 τα ‘’Κριτήρια της Κοπεγχάγης’’ ως αντικειμενικό δείκτη για την καταλληλόλητα προσχώρησης μίας χώρας στην Ένωση. Η μετέπειτα ιστορία απέδειξε ότι τα πρώην κομμουνιστικά κράτη απείχαν επί του πρακτέου κι αυτός είναι ο λόγος που η διαδικασία της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ παραμένει μέχρι σήμερα αέναη -για πολλούς ουτοπική.
Την επιτυχημένη ένταξη οχτώ κρατών του πρώην Κομμουνιστικού Μπλοκ, ακολούθησε μία φάση δυσθυμίας και περαιτέρω σκεπτικισμού έναντι περαιτέρω δυνάμενων διευρύνσεων. Εξτρεμιστικές χώρες με συγκεντρωτικές ηγεσίες, όπως είναι η Ουγγαρία κι η Πολωνία, όχι μόνο δεν ταυτίζονται με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, αλλά και εμποδίζουν την ουσιαστική εμβάθυνση – υλοποίηση ευρωπαϊκών πολιτικών εκεί που κρίνεται αναγκαίο, συντηρώντας παράλληλα το δυσεπίλυτο debate στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο ‘’εμβάθυνση ή διεύρυνση’’. Οι φωνές, ακόμη κι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυσκολεύονται να δώσουν μία απάντηση στο ερώτημα αυτό, που εκτός από θεμελιώδες είναι παράλληλα και θεσμικής σημασίας για το concept της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Κάπου εδώ κάνουν την εμφάνιση τους τα Δυτικά Βαλκάνια ως κοιτίδα της πιο γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης. Γίνεται λόγος για έξι χώρες, που παρά τις θεμελιώδεις ιστορικές και πολιτισμικές διαφορές τους, συνδέονται λίγο ή πολύ μεταξύ τους για την κοινή ευρωπαϊκή πορεία που έχουν θέσει ως πολιτική τους προτεραιότητα ήδη από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η παρακαταθήκη του πολιτικού διαμελισμού της πάλαι ποτέ κραταιής σοσιαλιστικής δημοκρατίας ήταν έξι ορφανά κράτη που μεταξύ τους κυριαρχούσαν μακραίωνα διπλωματικά κι εθνικά ζητήματα και που ποτέ δεν είχαν λειτουργήσει ανεξάρτητα κι εκτός πλαισίων μίας συνομοσπονδίας κρατών. Οι διμερείς σχέσεις που ανέπτυξε η Ευρωπαϊκή Ένωση με τα επιμέρους κράτη ήταν ανάλογη με το απότοκο ενός συναθροίσματος ημιαυταρχικών καθεστώτων και διχασμένων πολιτών.
Οι δημοκρατικές κατακτήσεις κι η εμπειρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης νομιμοποιεί τη διαδικασία της διεύρυνσης και συνάμα αυξάνει την ισχύ της ως εγγυήτρια δύναμη στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και θα κριθεί επιτυχημένη από το μέγεθος της αντίστασης που θα προβάλει η τελευταία. Η προκειμένη αντίσταση δημιουργεί ένα έλλειμα ασφάλειας στην περιοχή και ταυτόχρονα την καθιστά όχι μόνο αδύναμη στη διεθνή σκηνή, αλλά κι έρμαιο πολιτικής -κι όχι μόνο- επιρροής απολυταρχικών κρατών, που θεωρούν τα Βαλκάνια τη δικλίδα διασύνδεσης με τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Η πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επιβεβαιώνει στο ακέραιο κάτι τέτοιο και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ειδικά στις Βρυξέλλες, για άμεση αλλαγή πολιτικών και στάσεων.
Η εβδομηκονταετής ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι αδιαμφισβήτητα πεπραγμένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης κι εξηγεί τη διττή φύση της Ένωσης που αφορά τόσο την ορθή διαχείριση πολιτικών κρίσεων κι αναταράξεων, όσο και τη λειτουργία της ως επιτυχημένο μοντέλο δημοκρατικού θεσμού και πολιτικής οργάνωσης. Οι προκλήσεις είναι πολλές κι οι απαιτούμενες αποφάσεις γενναίες.
Ιωάννης Κελέσης, φοιτητής Βαλκανικών Σλαβικών Ανατολικών σπουδών
Πηγή εικόνας: