« Ένιωσες πότε σαν να είχες κάτι μέσα σου που περιμένει μια ευκαιρία για να εξωτερικευθεί; Ένα είδος λανθάνουσας δύναμης που δεν χρησιμοποιείς; Να, σαν το νερό εκείνο, που ξεφεύγει από τις τουρμπίνες ενός φράγματος, και πάει και κυλάει, μοναχό του, σε κάποιον καταρράκτη:»
«(..) Και γιατί ν ‘αναζητήσουμε ένα υποκατάστατο των νεανικών μας πόθων, εφόσον οι πόθοι μας αυτοί πάντα διατηρούνται; Γιατί ν’ αναζητήσουμε ένα υποκατάστατο της ευτυχίας μας, εφόσον απολαμβάνουμε όλες τις εκφάνσεις αυτής της ευτυχίας, μέχρι τέλους; Γιατί να χρειαζόμαστε ανάπαυση, εφόσον κι ο νους και το κορμί απολαμβάνουν τη δραστηριότητα, μέχρι την τελευταία στιγμή; Και γιατί να καταφεύγουμε στην, εξ ύψους, παρηγοριά, εφόσον υπάρχουν τα χάπια;»
Οι δύο αυτές φράσεις προέρχονται από το δυστοπικό αριστούργημα του Aldous Leonard Huxley, Θαυμαστός καινούργιος κόσμος. Επηρεασμένος από τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής του και τις κοινωνικές αναταραχές στην Αγγλία και τη Σοβιετική Ένωση, ο Άγγλος συγγραφέας έγραψε το 1932 ένα φανταστικό μυθιστόρημα, το οποίο θα χαρίσει στην λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας μια από τις πιο σημαντικές στιγμές του 20ου αιώνα. Στο βιβλίο του, ο Huxley προφητεύει μια κοινωνία που ομοιάζει με εργοστάσιο. Σε αυτή την δυστοπία, το ανθρώπινο συναίσθημα έχει εξαφανιστεί, ενώ τα άτομα είναι προϊόντα που «παράγονται» και διανέμονται στην κοινωνία ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις τους. Οι αξίες, η θρησκεία και η φιλοσοφία είναι παρωχημένα και οι ανατρεπτικές ιδέες είναι απαγορευμένες. Η πολιτική είναι μια σκήνη θεάτρου και η ηθική ένα λείψανο του παρελθόντος και ένα εμπόδιο στο δρόμο της προόδου. Η δύναμη που τροφοδοτεί τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο είναι η επιθυμία.
Ενενήντα χρόνια μετά την συγγραφή του βιβλίου, η σχεδόν εφιαλτική εικόνα του Huxley ευτυχώς δεν έχει επαληθευτεί. Όμως, αυτό που κατάφερε να συλλάβει εύστοχα ο Άγγλος συγγραφέας ήταν η προβληματική μας προσέγγιση προς την τεχνολογία. Ο Huxley πίστευε ότι η άλογη ανάπτυξη της τεχνολογίας αποτελεί μια μεγάλή απειλή για την φιλελεύθερη δημοκρατία διότι μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε μια κατάσταση την οποία είτε δεν προέβλεψαν είτε δεν επιθυμούσαν πότε να βρεθούν. Από τη μια, η (πάντα αχαλίνωτη) τεχνολογική ανάπτυξη έχει αποδειχθεί αρκετά επιβλαβής σε ορισμένες περιπτώσεις (βλέπε αποικιοκρατία, κλιματική αλλαγή, ή ακόμα, και τις πυρηνικές κεφαλές), από την άλλη, όμως, έχει επιφέρει ταυτόχρονα και πολλές καινοτομίες οι οποίες έχουν βελτιώσει αρκετά την ποιότητα ζωής μας. Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν φοβόταν την τεχνολογία, αλλά την επίδραση που έχει πάνω στον μοντέρνο και αχόρταγο άνθρωπο. Μια προσεκτική ματιά γύρω μας, αποκαλύπτει ότι οι φόβοι του δεν ήταν αβάσιμοι, καθώς η τεχνολογία δεν έχει απλά διεισδύσει παντού στη ζωή μας αλλά έχει γίνει και ένα αναπόσπαστο μέρος του “είναι” μας. Η τεχνολογία κατάφερε να υπερνικήσει το μονοπώλιο του Καρτεσιανού ανθρώπου στην ύλη στοχεύοντας τo πιο αδύνατο μας σημείο: τις επιθυμίες μας. Όπως κατέδειξαν οι Ντελέζ, Γκουαταρί στο Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια (Ο Αντι-Οιδίπους) η τεχνολογία έχει προσφέρει έναν άνευ προηγουμένου χώρο για τις προσωπικές μας λιμπιντιακές επενδύσεις.
Στο βιβλίο του, From Gutenberg to Zuckerberg, o John Naughton εύστοχα παρατηρεί πως: «Το ίντερνετ έχει απελευθερώσει ένα μεγάλο μέρος της προηγουμένως ανεκμετάλλευτης ανθρώπινης δημιουργικότητας και έχει δώσει στους χρήστες του ένα «κεράς» της αφθονίας- ένα αφάνταστα ευρύ φάσμα ευκαιριών για ψυχαγωγία, ενημέρωση και επικοινωνία». Όμως, σε αυτές τις απολαύσεις μπορεί να υπάρχει ένα πικρό χάπι, παρόμοιο με αυτό που είχε βρει και ο Huxley, γιατί το κυνήγι πραγμάτων που απολαμβάνουμε μπορεί τελικά να καταλήξει σε μια υπνοβασία, σε ένα είδος ευχάριστης δουλείας». Φόβους για την μετάβαση σε αυτή την υπνοβασία έχει εκφράσει και ο Marshall McLuhan, καθηγητής του πανεπιστήμιου του Τορόντο και Καναδός φιλόσοφος. Στο Media, o McLuhan συζητά για το συναίσθημα του μουδιάσματος που συνοδεύει την χρήση της σύγχρονης τεχνολογείς και αναλύει τις αρνητικές του προεκτάσεις. Ο McLuhan υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος παρασύρεται από τη δημιουργία, γοητεύεται από αυτό που αποκαλεί ο ίδιος ως «τεχνολογική επέκταση του εαυτού του». Αυτός ο ναρκισσισμός, η ταυτόχρονη αυτό-αντανάκλαση στο μέσο («αυτό το προφίλ είμαι εγώ»), και η δυνατότητα διοχέτευσης της δημιουργίας και της επιθυμίας στην παραγωγή μιας ειδυλλιακής εικόνας του εαυτού του, παρασύρουν τον χρήστη και σιγά σιγά τον οδηγούν σε μια μορφή εθελοντικής υποδούλωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο McLuhan παρατηρεί ότι η τεχνολογία γίνεται ένας θεός, ο οποίος επιθυμεί συνεχώς την προσοχή και τις θυσίες μας. Σημαντική είναι και η «φυσική» προέκταση που έχει πάρει η τεχνολογία και γενικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία έχουν δημιουργήσει μια παγκόσμια συνείδηση και την εντύπωση της ύπαρξης ενός παγκόσμιου «χωριού». Ενώ αυτό έχει συνεισφέρει θετικά στην ενημέρωση για ορισμένα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, την ίδια στιγμή έχει επιδεινώσει τις παθογένειες της κοινωνίας. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε έχουν χρησιμοποιηθεί για να διασπείρουν ψειδείς ειδήσεις και να στοχοποιήσουν πρόσωπα είτε έχουν συνδυαστεί με ψυχολογικά και κοινωνιολογικά ζητήματα σε νέους και ενήλικες (π.χ. ανασφάλειες και στρες).
Δεν είναι ούτε οπισθοδρομικό ούτε πρωτότυπο να υιοθετείς μια σκεπτική προσέγγιση απέναντι στην τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολλοί φιλόσοφοι (π.χ. η σχολή της Φρανκφούρτης) ή καλλιτέχνες (π.χ. το Her του Spike Jonze ή το 2001: A Space odysseyτου Stanley Kubrick) είχαν ήδη αντιληφθεί τον επικείμενο αντίκτυπο που μπορεί να έχει η τεχνολογία πάνω στην ανθρωπότητα. Η αδιαμφισβήτητη αφοσίωση που απαιτεί η τεχνολογία κάνει την κοινωνία ευάλωτη στον κίνδυνο του να χάσει πολύ περισσότερα από ό,τι κερδίζει. Για αυτό είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε μεγαλύτερη κατανόηση των πιθανών επιρροών της τεχνολογίας προκειμένου, όπως συνέστησε ο McLuhan, να μετριάσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις της και να την θέσουμε στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, όχι όμως της ανθρώπινης επιθυμίας. Όσο και να προσπαθούν, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η τεχνολογία δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την πνευματικότητα και την ανθρώπινη αλληλεπίδραση, όπως παρατήρησε στις ταινίες του εύστοχα ο Andrei Tarkovsky και απέδειξε φυσικά και η πρόσφατη πανδημία. Ωστόσο, μήπως η σημερινή μας προσκόλληση είναι απλά ένα επιφαινόμενο ενός μεγαλύτερου προβλήματος ή μια προσπάθεια φυγής από την όχι τόσο χρωματιστή πραγματικότητα; Αυτή η σκέψη συμβαδίζει με τα σχεδόν συρρέοντα λόγια του Jean Baudrillard: “Η Disneyland παρουσιάζεται ως φανταστική προκειμένου να μας κάνει να πιστέψουμε ότι τα υπόλοιπα είναι αληθινά, ενώ στην πραγματικότητα το Λος Άντζελες και η γύρω Αμερική δεν είναι πλέον πραγματικές, αλλά ανήκουν στην τάξη του υπερρεαλιστικού και της προσομοίωσης.” Μήπως άραγε και η ζωή μας έχει γίνει ψεύτικη σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναζητάμε την φυγή στην εικονική πραγματικότητα;
Δαβίδ-Αριστοτέλης Φουσίεκ, Πολιτικός Επιστήμονας