Το παρόν κείμενο θα ανοίξει διαλεκτικά μονοπάτια με το βασίλειο της γλώσσας ως τοπικότητα και τροπικότητα με την οποία ο πόνος μπορεί ( ή δεν μπορεί) πρότερα τα εκφραστεί και εν συνεχεία να βιωθεί επαρκώς κοινωνικά. Είναι δυνατόν να αποτελέσει η γλώσσα καταφύγιο της οδύνης; Πώς μπορεί να γίνει κατανοητός ένας πόνος που οφείλεται σε έξαρση συλλογικής βίας; Υπάρχει τρόπος το σώμα που δεν πονά να οικειοποιήσει το σώμα που καταλύεται από τον πόνο;
Το άρθρο της Veena Das «Γλώσσα και σώμα: Συναλλαγές στην κατασκευή του πόνου» επικεντρώνεται ιστορικά στην στιγμή της δημιουργίας της Ινδίας ως έθνους απελευθερωμένο από την Βρετανική αποικιακή δύναμη το 1947. Η ιστορική αυτή «στιγμή» έχει επιφορτιστεί με την έξαρση συλλογικής βίας στα γυναικεία σώματα μέσω βιασμών.. 33.000 ινδουίστριες γυναίκες βιάστηκαν από Σιχ και μουσουλμάνους και 50.000 μουσουλμάνες γυναίκες από Σιχ και ινδουιστές. Η ίδια επικεντρώνεται στη διερεύνηση δύο ερωτημάτων. Πρώτον: Με ποιον τρόπο το όραμα του εθνικισμού στην Ινδία αναπαραστάθηκε φαντασιακά ώστε να χρησιμοποιήσει το γυναικείο σώμα ως αντικείμενο στο οποίο η επιθυμία για εθνικισμό πρέπει να αποτυπωθεί οδυνηρά; Δεύτερον: Έγινε μπορετό σε ορισμένες μορφές πένθους να βρουν τη θέση τους, να γίνουν ορατές, εκφράσιμες στην ανεξάρτητη πια Ινδία; Η συγγραφέας αποπειράται να εξιχνιάσει τα ερωτήματα επικαλούμενη 3 φαντάσματα-σκηνές.
Η πρώτη σκηνή που επικαλείται η ίδια για να στηρίξει τα θεωρητικά της επιχειρήματα είναι μία σκηνή από «το μπλε και καφέ βιβλίο» του φιλόσοφου Βιτγκενστάιν. Ο ίδιος μας καλεί να υποθέσουμε ότι αισθανόμαστε έναν πόνο που αποκλειστικά με τις ενδείξεις του πόνου θα ονομάζαμε πόνο στο αριστερό μας χέρι. Ύστερα έχοντας μάτια κλειστά, προσπαθούμε να αγγίξουμε το αριστερό χέρι στο οποίο αισθανόμαστε τον πόνο. Αφού ανοίξουμε τα μάτια θα δούμε ότι ακουμπάμε το χέρι του ανθρώπου που βρίσκεται δίπλα μας, και όχι το δικό μας. Εδώ με βάση την ερμηνεία της Veena Das στον συλλογισμό του φιλοσόφου ο πόνος διατυπώνει ένα αίτημα, το αίτημα της αναγνώρισης. Αυτή η έκκληση μπορεί είτε να απορριφθεί, είτε να ικανοποιηθεί. Ο ίδιος δημιουργώντας την γλώσσα ως λεκτική αναπαράσταση υποστηρίζει δύο πιθανά σενάρια. Το πρώτο είναι πως η αναπαράσταση του πόνου του άλλου μπορεί να γίνει μόνο φαντασιακά και να μην μετουσιωθεί σε πραγματικό βίωμα στο σώμα που αναμένεται να απορρίψει ή να ικανοποιήσει το αίτημα της αναγνώρισης του πόνου, συνεπώς η γλώσσα δεν συνδέεται επαρκώς με το βασίλειο του πόνου (και τη δυνατότητα έκφρασής του). Το δεύτερο σενάριο θεωρεί ως μόνη λύση στην απάντηση του αιτήματος για αναγνώριση του πόνου την φιλοσοφική γραμματική του πόνου, δηλαδή το συναισθάνεσθαι μπορεί να βιωθεί επαρκώς τόσο σωματικά όσο λεκτικά μόνο δια μέσω αυτής της φιλοσοφικής οδού που ακολουθήσαμε στην αρχή του συλλογισμού μας.
Επίσης στο άρθρο της Veena Das προβάλλεται το επιχείρημα ότι για να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις αφηγήσεις (και το βίωμα) της βίας πρέπει αρχικά να καταλάβουμε την σχέση γλώσσας και πόνου που έχει γαλουχηθεί εντός του εκάστοτε συγκεκριμένου πολιτισμικού πλαισίου. Στην περίπτωση την Ινδίας η γυναίκα και το σώμα της γυναίκας ως τόπος στον οποίο εγγράφεται η κυριαρχία, η κατάκτηση, η υπεροχή πρέπει να ιχνηλατηθεί τόσο στα αφηγήματα του αποικιοκρατικού παρελθόντος στα οποία η αγγλική θηλυκότητα βεβηλώνεται καθώς έχει βιαστεί από βάρβαρους ιθαγενείς όσο στην κλασική ινδική λογοτεχνία και στην καθημερινή ζωή όπου η παραβίαση του έθνους έχει εξομοιωθεί με παραβίαση των γυναικών του.
Για να αποτυπωθεί πιο εύγλωττα η σχέση γλώσσας και πόνου θα αναφερθώ στην ιδέα της «ηθικής αντιφώνησης» της Νάντιας Σεμερατάκη. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να αποτυπώσει την δομή των ελληνικών τελετουργιών του πένθους, στην περιοχή της Μάνης. Ο ‘’καλός’’ θάνατος κατασκευάζεται μέσω των τεχνικών του θρήνου, των ουρλιαχτών, του κλάματος, του μοιρολογιού. Η ακουστική του θανάτου επικυρώνεται μέσω της τελετουργίας των γυναικών, που λειτουργούν ως μάρτυρες που σπάνε την σιωπή του θανάτου και την μετουσιώνουν σε λόγο. Αντιθέτως ‘’κακός’’ θάνατος είναι ο σιωπηλός θάνατος. Ο θάνατος στον οποίο δεν υπάρχουν μάρτυρες που θα μετατρέψουν την σιωπή, στην βουβότητα του θανάτου σε φωνή, σε άκουσμα, σε ακουστική χωρικότητα μέσω του θρήνου. Τι γίνεται όταν μια γυναίκα έχει βιαστεί; Τι θάνατος αρμόζει σε μια τέτοια οντότητα; Ή ,ορθότερα, πόσοι θάνατοι; Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την κοινωνικό θάνατο του προσώπου. Σε αυτήν την περίπτωση επιτελείται ένας συμβολικός θρήνος για το νεκρό κοινωνικά άτομο που διαχωρίζεται από το ίδιο το άτομο ως σώμα. Σύνηθες είναι είτε το πρόσωπο να θεωρείται πια πραγματικά νεκρό από την οικογένεια και το συγγενικό περιβάλλον, είτε να σκοτωθεί από τον κύκλο της για να μην κατασπαραχθεί από τα αντρικά χέρια κάποιας άλλης κοινότητας. Συνεπώς οι γυναίκες αυτές βρίσκονται όχι σε μία οριακή ζώνη ζωής και θανάτου, αλλά μάλλον σε μια ζώνη δύο θανάτων.
Ας στρέψουμε το βλέμμα μας στο σημείο αυτό στο άρθρο της Scarry «Tο σώμα που πονά: η οικοδόμηση και η διάλυση του κόσμου». Η ίδια θεωρεί πως ο πόνος υπάρχει με τρόπο αδιαμοίραστο ανάμεσα μας. Πιστεύει πως ο πόνος για αυτόν που τον βιώνει είναι ακατόρθωτο να μην γίνει αντιληπτός. Εν αντιθέσει για αυτόν που δεν είναι πάσχων του πόνου, αυτό που δεν χρειάζεται προσπάθεια είναι μην γίνει αντιληπτός. Υποστηρίζει ότι ο πόνος δεν μπορεί να εκφραστεί λεκτικά για αυτό και συνήθως όταν τον βιώνουμε σχεδόν επιστρέφουμε σε μια προ-γλωσσική κατάσταση εκφράζοντάς τον είτε με κραυγές, ουρλιαχτά είτε μέσω περιγραφικών εκφράσεων ‘’νιώθω σαν να’’ ( π.χ με τρυπάει λόγχη στην κοιλιά) ‘’είναι λες και’’ (π.χ ένα μαχαίρι μου τρυπάει το δέρμα). Ωστόσο παρά την δυσκολία έκφρασης του πόνου από αυτούς που τον βιώνουν, η ανάγκη του ίδιου του πόνου να εκφραστεί, ωθεί άλλους να μιλήσουν εξ αυτών που πονούν. Παρουσιάζει τέσσερις διαφορετικούς δρόμους-μονοπάτια με τους οποίους γίνεται προσπάθεια να εκφραστεί δημόσια (και λεκτικά) ο πόνος. Ο πρώτος δρόμος είναι η ιατρική. Έχουν διατυπωθεί αρκετές κριτικές απόψεις για τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί αποκωδικοποιούν (και δεν ακούν) την φωνή αυτών που πονούν για να φτάσουν πίσω από τα θραύσματα της προσπάθειας της γλωσσικής έκφρασης του πόνου και να ανακαλύψουν το σωματικό γεγονός που προκαλεί τον πόνο αυτό. Ακολουθούν οι Διεθνείς οργανισμοί. Για παράδειγμα στην περίπτωση του George Floyd εκατοντάδες οργανισμοί πάτησαν σε αυτό το γεγονός και μέσω συνθημάτων (#blacklivesmatters) προσπάθησαν, χρησιμοποιώντας την λεκτική δημοσία έκφραση του πόνου του Floyd (ο οποίος κατασκευάστηκε στην συλλογική συνείδηση ως σύμβολο κάθε μαύρου που έχει υποστεί κάποιας μορφής βίας ή διάκρισης), να συμβάλουν στην προσπάθεια περιορισμού του φαινομένου. Εδώ βλέπουμε πως η αποτελεσματικότητα των κινημάτων αυτών εξαρτάται άμεσα από την ικανότητα της μετάδοσης του πόνου που υπέστη πραγματικά το σώμα του Floyd. Ο τρίτος δρόμος είναι τα δικαστήρια στα οποία τα ποσά της αποζημίωσης των θυμάτων είναι ανάλογα της εμπειρίας του σωματικού πόνου τους και ο τέταρτος είναι η τέχνη και οι απεικονίσεις του πόνου στην λογοτεχνία. Παραδοξότητα αποτελεί στον τέταρτο δρόμο πως η λογοτεχνία είχε παραγκωνίσει την έκφραση του σωματικού πόνου και έχει ασχοληθεί με την καλλιτεχνική εξωτερίκευση άλλων μορφών πόνου όπως του ψυχικού.
Θα κλείσω το κείμενο μου προτρέποντας παρά την δυσκολία λεκτικής εκφρασιμότητας του ίδιου το πόνου να ακολουθήσουμε τον Βιτγκενστάιν και να συναισθανθούμε τον πόνο, ιδιαίτερα εκείνων που είναι καταδικασμένοι σε κοινωνικό θάνατο με όρους Veena Das και να μαχόμαστε ατομικά, προσωπικά, συλλογικά, εσωτερικά, φιλοσοφικά, πολιτικά για την μείωση του ακόμα και αν δεν μπορούμε να τον αντιληφθούμε στην πληρότητά του.
Χρύσα Χατζηκανέλλου-Γαζή, Κοινωνική Ανθρωπολόγος