Το 2021 συμπληρώνουμε 200 χρόνια από την ηρωική, μεγάλη Επανάσταση. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, το πάλαι ποτέ μικρό ελληνικό βασίλειο νεκραναστήθηκε ουκ ολίγες φορές ποσοτικά όσο και ποιοτικά, υλικά όσο και πνευματικά, επιζητώντας διακαώς – σε σημείο εντέλει βρασμού– να υπαχθεί στη σφαίρα της ισχυρής και εξευγενισμένης Δύσης. Παρά την ενδόμυχη και εμφανώς διαχρονική αυτή επιθυμία («Ανήκομεν άλλωστε εις την Δύσιν») το ελληνικό αμάλγαμα εν σπέρματι, από την περίοδο της ανεξαρτησίας, εμφανίζει ακαλούπωτες ιδιομορφίες.
Νομίζω πως όλοι, σκεπτόμενοι τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνιοπολιτείας, ανακαλούμε κάποια πνευματικά χείλη στη μνήμη μας που επισημαίνουν, συνήθως μέσω ενός μικροφώνου, την έννοια και ακολούθως τις διαστάσεις μιας προβληματικής νοοτροπίας, βαπτισμένης πλέον ως ελληνική νοοτροπία. Οι ρίζες της –όπως ασφαλώς και οι καρποί της– είναι πραγματικά πικρές, εκτεινόμενες μέχρι το Οθωμανικό αυτοκρατορικό δένδρο.
Η νοοτροπία αυτή δεν είναι παρά αποκύημα ενός μακροχρόνια βιασμένου έθνους, μιας αποτυχημένης ίσως έκτρωσης, της οποίας το γεννηθέν τελικά και ανάπηρο βρέφος πασχίζει να ενηλικιωθεί απουσία ζωτικών οργάνων. Τα ιστορικά γεγονότα κάθε άλλο παρά απατούν: από τη μια η καλπάζουσα βιομηχανική επανάσταση ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα στη Δύση, από την άλλη οι πρωτόγονες καλλιεργητικές μέθοδοι στην Ελλάδα, η οθωμανική κατοχή και οι απέλπιδες μικροεπαναστατικές ενέργειες, συνθέτουν την τραγελαφική εικόνα της εποχής. Ο δυναμισμός λίγο αργότερα της Αμερικανικής ανεξαρτησίας συνδυαστικά με τον ρομαντισμό που έντεχνα περιτύλιγε τις ευαγγελικές αξίες της Γαλλικής Επανάστασης, πυροδότησε μια σειρά εσωτερικών επαναστάσεων που άρχισαν αθροιστικά να ταλανίζουν την προ ολίγου καθησυχασμένη υπό το στέμμα της Ιεράς Συμμαχίας γηραιά ήπειρο.
Ξενιστής του επαναστατικού μικροβίου υπήρξε προφανώς και το τότε υπόδουλο ελληνικό έθνος. Παρά τις φιλοσυνταγματικές προθέσεις των Ελλήνων –όπως επιβεβαιώνουν τα τοπικά πολιτεύματα και τα επαναστατικά συντάγματα– την ενσωμάτωση στα επίσημα κείμενα πνευματικών πρωτοποριών της μεταναπολεόντειας Ευρώπης και τη νομοτεχνική αρτιότητα που τα διέπνεε, η δυστοκία εφαρμογής τους ήταν εμφανής και οφειλόμενη στις ιδιαίτερες συνθήκες γένεσής τους. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται, απτά και ιστορικά, η πρώτου κακού αρχή: η επίσημη έναρξη της διελκυστίνδας για την εξουσία.
Οι περίφημες πελατειακές σχέσεις δεν αποτελούν προνόμιο της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά απότοκο των επί τουρκοκρατίας πελατειακών «πατρωνικών» δικτύων. O John Petropoulos αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτός ο δεσμός εμπιστοσύνης ήταν γενικά άρρηκτος, όχι μόνο λόγω της ιερότητας των δεσμών του αίματος, αλλά και επειδή τα συμφέροντα των μελών της οικογένειας ήταν τόσο οργανικά συνυφασμένα στον οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό τομέα, ώστε το συλλογικό συμφέρον να ταυτίζεται με το ατομικό». Μάλιστα. Οι ισχυροί παράγοντες διευρύνονταν προτάσσοντας ουσιαστικά ένα περιορισμένο «εμείς» για να διαφυλάξουν εκ βαθέων τα συμφέροντα και τα προνόμια ενός προοδευτικά εδραιωμένου «εγώ». Νοοτροπία η οποία άρχισε να εκτυλίσσεται έπειτα με τη μορφή εμφυλίων, εσωτερικών εν γένει διενέξεων και–τελικώς- καταστρατηγήσεων κανόνων που οι ίδιοι οι αγωνιστές είχαν πριν από λίγο υιοθετήσει, στην επιδίωξή τους να επιβληθούν οι μεν στους δε (Νίκος Κ.Αλιβιζάτος). Οι εξεγερμένοι Έλληνες μυούνται δηλαδή στην αντίληψη της επιλεκτικής και άλλοτε ελαστικής τήρησης των νόμων με το άλλοθι ότι αυτοί πρεσβεύουν και υπηρετούν ορισμένες μόνο παρατάξεις.

Δυστυχώς οικεία και παρατεταμένη η αντίληψη. Η νοθεία, οι δωροδοκίες, η διαφθορά, οι νομικοί συνολικά αποχρωματισμοί του Συντάγματος –από την φασματική δημοκρατία του Κωλέττη και τα Στηλιτικά του Βούλγαρη μέχρι την ταραγμένη, ανομική, μεταχουντική περίοδο που διανύουμε – έμελλαν έκτοτε να μονοπωλήσουν, αφενός, το ενδιαφέρον των πολιτικών προσώπων και, αφετέρου, να αποκρυσταλλώσουν, την αναξιοκρατία, την απαξίωση προς το κράτος και την κλιμακωτή θεσμική- ιδεολογική παράλυση του σήμερα. Αρχίζει κάπως να εξηγείται ο περιβόητος «ωχαδερφισμός», δεδομένης της διάτρητης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την πραγματική ισχύ των νόμων και φυσικά του ασυμβίβαστου πλέον Θουκυδίδειου λόγω-έργω σχήματος.
O «ωχαδερφισμός» βέβαια δεν είναι η κύρια κομψή παράφραση της γαλλικής fraternité καθώς ο «μισαδερφισμός» δείχνει να κατέχει τα σκήπτρα. Οι «προεστοί» εξοβελίζουν τους «στρατιωτικούς» , οι «κοτζαμπάσηδες» αντιπαρατίθενται με τους «εκσυγχρονιστές», οι «αυτόχθονες» με τους «ετερόχθονες», το φιλοαγγλικό με το φιλογαλλικό και το φιλορωσικό κόμμα, οι «τρικουπικοί» με τους «δηλιγιαννικούς», οι «βασιλικοί» με τους «βενιζελικούς», οι «δεξιοί» με τους «αριστερούς», οι «δημόσιοι» με τους «ιδιωτικούς» και οι κατά τ’ άλλα ένδοξες αψιμαχίες συνεχίζονται (ή πάλλονται), ενώ το Ελληνικό δάσος φλέγεται.
Εκ των ων ουκ άνευ το άπεφθο και ευγενές γάντι της δυτικής αριστοκρατίας. Οι αενάως «προστάτιδες» δυνάμεις κρίνουν ότι ο σουλτάνος ηγεμόνας του κακόμοιρου λαού πρέπει να αλλάξει και τον πιέζουν να παραχωρήσει -λίγο μόνο- χώρο για να απολαύσουμε όλοι μαζί, σε κλίμα χαράς και αισιοδοξίας, τους καρπούς μιας υποτιθέμενης ανεξαρτησίας. Με εξαίρεση τον Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος ως Κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους έλαβε μάλλον σοβαρά την έννοια της ανεξαρτησίας και επιδίωξε επί του πρακτέου να την υλοποιήσει, οι Έλληνες σκιάζονταν από την -άμεση ή έμμεση- επιβλητική παρουσία της Δύσης.
Ξένο εκ προοιμίου το κράτος των Οθωμανών, στη συνέχεια των Βαυαρών, των Βίττελσμπαχ, των Γλύξμπουργκ, της Σκομπίας· οι «αυθάδεις και αδέξιοι» ανακηρυγμένοι επαναστάτες της Ιεράς Συμμαχίας εξελίχθηκαν στα καθυποταγμένα και χρεοκοπημένα παιδιά του Δ.Ο.Ε και της Τρόικας, των δανείων και των μνημονίων. Ο Έλληνας ενστικτωδώς πλέον αντιμετωπίζει το κράτος και τους εκάστοτε κυβερνώντες σαν απεσταλμένα, διεφθαρμένα, προδοτικά, Δυτικά υποχείρια, ενώ τα πάλαι ποτέ μεγαλόπνοα και εκσυγχρονιστικά σχέδια προβάλλουν -κι όχι αδίκως- ως δύσοσμες μεγαλοστομίες που στοχεύουν στην αφαίμαξη του ελληνικού λαού. Καθώς λοιπόν η πολιτική -και εν συνεχεία πολιτειακή- κονίστρα απαυγάζει ιδεολογική και ηθική κακοποίηση και οι πολίτες αυτενεργούν ανερυθρίαστα σε όλους τους τομείς, ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται.
Ο πολίτης εθίζεται έτσι στην ανομία, την παραβατικότητα και την κοινωνιοπολιτική αδιαφορία συνεχίζοντας και εντείνοντας συνήθειες του παρελθόντος. Το έθος όμως, όπως έλεγε ο Σταγειρίτης, σχηματίζει το ήθος και το ελληνικό ήθος παρά τις αδιαμφισβήτητες λαμπρές του πτυχές έχει εσωτερικεύσει έθη που δυστυχώς δεν του αναλογούν, δίνοντας σε πολλούς το δικαίωμα της κατάκρισης και της ισοπέδωσής του. Δικαιούμαστε όμως κι εμείς, αντί να εξωθούμαστε στην αυτοϋποτίμηση, να αναδιφήσουμε στο παρελθόν και να αναγνωρίσουμε τα σφάλματά μας για να μην καταδικαζόμαστε διαρκώς στην επανάληψή τους, για να μην αποδομήσουμε την έστω βιασμένη πρόοδο δύο κακοτράχαλων αιώνων όντες εφησυχασμένοι σε μία κακώς εννοούμενη, ριζωμένη, ελληνική νοοτροπία. Αντί να καταδικάσουμε σε ισόβια κάθειρξη τον Έλληνα, μπορούμε πρώτα να αναλογιστούμε τον πρότερο βίο του και να τον αναμορφώσουμε. Μπορούμε.
Βιβλιογραφία:
- Νίκος Αλιβιζάτος, ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ, 1η έκδοση, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2011, σελ 64-65
- John A.Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο(1833-1843),τόμος Α’, εκδ. MIET, Aθήνα,1985, σελ. 69-70
- Γιώργος Ν.Πολίτης, Να σηκωθούμε όρθιοι, 1η έκδοση, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα, 2014, σελ. 52
Μαρία – Χριστίνα Καραβασιλειάδου, Φοιτήτρια Νομικής