Η συνθήκη της «καραντίνας», καιρό τώρα, έχει εγκαθιδρυθεί ως μια νέα και ανυπόφορη κανονικότητα στη ζωή μας. Δε θα εστιάσω στον εύλογο και ορθό προβληματισμό του κατά πόσο ήταν και είναι ένα απαραίτητο μέτρο ή θα μπορούσαν να παρθούν ένα σωρό άλλα μέτρα που θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικά στον αγώνα κατά της πανδημίας, χωρίς να χρειάζεται να κλειστούμε για τόσο μεγάλο διάστημα σπίτι μας. Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό και οφείλουμε όλοι να κάνουμε την κριτική μας. Αυτή τη φορά θέλω, όμως, να φωτίσω ένα άλλο επίπεδο της συνθήκης αυτής που παρουσιάζεται ως ευκαιρία (όπως άλλωστε κάθε συνταρακτικό και δυσοίωνο γεγονός στην ιστορία).

Η καραντίνα εξ ορισμού της, θέτει την αναγκαιότητα της «απομόνωσης». Μια λέξη, στο πρώτο άκουσμά της, απεχθής. Είναι όμως όντως απεχθής; Πάντοτε με απασχολούσε η ψυχική ισορροπία, ως έγνοια όχι ψυχαναλυτική (επιστημονικά μιλώντας) αλλά με την έννοια του «γνώθι σαυτόν». Η διαδικασία αναγνώρισης και βαθιάς γνωριμίας με τον ίδιο σου τον εαυτό είναι σίγουρα μια διαδικασία που διαμορφώνεται κατά πολύ μέσα από την γνωριμία με τους ανθρώπους και τον κόσμο. Πόσο όμως γίνεται λειτουργική όταν σε καθημερινούς, ταχύτατους και εξοντωτικούς ρυθμούς του τρόπου ζωής μας, μπορεί κανείς να «γειωθεί» με το γίγνεσθαι του κόσμου και του εαυτού του και να έχει μια υγιή σχέση και με τους ανθρώπους αλλά και με τη φωνή μες στο κεφάλι του; Παράλληλα, η βαθιά καλλιέργεια χρειάζεται ελεύθερο χρόνο για να ανθίσει. Ασχολία με διάφορα άλλα θέματα και ενδιαφέροντα που διευρύνουν τη σκέψη και την οπτική μας στα πράγματα. Πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να επιτευχθεί μέσα στην πίεση των καθημερινών ευθυνών, στην προσπάθεια επιβίωσης και στην ανάλωση εν τέλει μέσα σε πλήθος ανθρώπων που αναζητούν διαφυγή σε μικρές στιγμές χαλάρωσης και κοινωνικότητας ως ανάγκη σωτηρίας πια και όχι ως ανθρώπινη και υγιή επιλογή;
Η καραντίνα ήρθε άθελά της να δώσει κάτι που δεν έχουμε στη ζωή μας ούτε στο ελάχιστο. Την επαφή, τον διάλογο και τη σύνδεση ανάμεσα «σε εμένα και σε εμένα». Είναι πρόβλημα να μην μπορούμε να κυκλοφορήσουμε ελεύθεροι και να κοινωνικοποιηθούμε. Είναι πρόβλημα όμως (και μάλιστα σοβαρό) και το να μην μπορούμε να συνυπάρξουμε δημιουργικά σε έναν χώρο μόνοι, με τον ίδιο μας τον εαυτό. Η σκέψη είναι εκείνη που πλάθει τη σύνδεση του όντος με την ψυχή του. Αποτέλεσμα αυτού και η υψηλότατη σαν αξία χρήση του λόγου. Έρχεται δηλαδή η σκέψη και παίρνει μορφή συγκεκριμένων λέξεων (και έπειτα πράξεων) του όντος που τις εκφράζει. Ένα ον που δεν έχει αληθινή σύνδεση με τις σκέψεις του (γιατί απλούστατα δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ή να συνειδητοποιήσει ποιες είναι οι σκέψεις του) και συνείδηση αυτών, καταλήγει να μην έχει και συνείδηση των λέξεών του, της γλώσσας του και έπειτα των πράξεών του. Και η σκέψη είναι κάτι λοιπόν που θέλει την ησυχία της για να ακουστεί στο μυαλό που την εμπεριέχει και επίσης τον χρόνο της να καλλιεργηθεί.

Συμπερασματικά, λοιπόν, η υγιής σχέση του εαυτού με τις σκέψεις του, επιτυγχάνει και ένα μεγάλο κομμάτι (και ίσως κυρίαρχο) της πολυπόθητης ψυχικής ισορροπίας. Και άρα για να επιτευχθεί αυτή η ψυχική ισορροπία, χρειάζεται και η συνθήκη της απομόνωσης. Βιβλία σκονισμένα στις βιβλιοθήκες που δεν έχουν προλάβει να διαβαστούν, μουσικές που δεν έχουν προλάβει να ακουστούν, σκέψεις που δεν έχουν προλάβει να προκύψουν. Έρευνα σε διάφορα θέματα, επαφή με την τέχνη, με τη φιλοσοφία, με την επιστήμη, με τη φύση (να δούμε λίγο τον ήλιο, τον ουρανό, τα δέντρα, να ακούσουμε το κελάιδισμα των πουλιών, πράγματα που είναι εδώ, γύρω μας, είμαστε μέσα τους και μέρος τους και δεν τα παρατηρούμε ούτε στο ελάχιστο μέσα στο καθημερινό τρέξιμο της αστικής ζωής μας) και κυρίως επαφή με τα «θέλω» του εαυτού μας, με τη συνομιλία με τον καθρέφτη. Όλα αυτά είναι μια διαδικασία που θέλει την ασκητική της σε επίπεδο πολλές φορές μοναστικής ζωής. Δεν το εννοώ με κάποια θρησκευτική έννοια. Αλλά ακόμα και έτσι, με την ανοιχτή έννοια του όρου πάντοτε, δεν είναι τυχαίο που ο μοναχός απομονώνεται για να έρθει σε επαφή με το «αόρατο» που δεν είναι τίποτα άλλο από τον ίδιο του τον εαυτό και εν τέλει ίσως αυτό που ονομάζουμε, χωρίς να το ξέρουμε, «Θεό». Ίδιας υφής παράδειγμα και ο ποιητής. Δεν υπάρχει πιο υψηλής μορφής επαφή με την ψυχή και άρα και με τον κόσμο, από αυτή του ποιητή, ο οποίος εκ των πραγμάτων για να δημιουργήσει ποίηση, «απομονώνεται».

Όλα αυτά δεν εννοούνται σαφώς ως απαραίτητη μόνιμη καθημερινότητα και τρόπος ζωής, αλλά ως ένας κάποιος χρόνος της μέρας και της ζωής μας που θα έπρεπε να έχουμε. Τώρα μας δόθηκε άπλετος και δεν μπορούμε να τον διαχειριστούμε. Δεν μπορούμε εν ολίγοις να μείνουμε ούτε στιγμή με τον χειρότερο εν τέλει εχθρό μας. Τον εαυτό μας. Υπάρχει η ευκαιρία της συμφιλίωσης. Με την επιθυμία σαφώς να τελειώνουμε ταχύτατα με όλη αυτή τη δυστοπία που ζούμε και να βγούμε ξανά στους δρόμους και στις γειτονιές όλοι μαζί, αλλά παράλληλα να έχουμε κερδίσει τη συνειδητοποίηση της σημαντικότητας της μοναξιάς ως διαδικασία απαραίτητη για τη συγκρότηση, την ψυχική ηρεμία, την πνευματική καλλιέργειά μας και την ανατροφοδότησή μας στην κοινωνική ζωή μας. Πλήρη, σφαιρικά και αυτάρκη άτομα, εντός του κοινωνικού συνόλου και των υπέροχων επαφών με τους άλλους ανθρώπους. Όταν δεν υπάρχει και αυτό στη ζωή μας, τότε η ασταμάτητη εμπλοκή μας με τον κόσμο καταλήγει να είναι ανάλωση, ο εαυτός γίνεται ένα συνεχές καθρέφτισμα στα μάτια των άλλων και χάνει τα δικά μας μάτια και το πώς εμείς τελικά τον βλέπουμε και συμβαίνει στο τέλος αυτό που με υπέροχους και πυκνών νοημάτων στίχους είχε εκφράσει ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημά του «Όσο μπορείς»:
“Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. “
Όσο μπορούμε λοιπόν, σεμνά, ταπεινά και ήσυχα, να δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να μας γνωρίσει, ώστε να μπορούμε παράλληλα να συναναστρεφόμαστε με την ύπαρξη, χωρίς να γίνει μέσα εκεί η ζωή μας «ξένη φορτική». Είναι μια καλή, ιστορική ευκαιρία αναθεώρησης και ανασυγκρότησης. Ας την εκμεταλλευτούμε. Και προσπαθώντας να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα με όλο αυτό και να κερδίσουμε ξανά την ελευθερία μας και τα ατομικά μας δικαιώματα, να έχουμε βγει και κερδισμένοι στη σχέση μας με τον εαυτό μας που δεν μας ξέρει, δεν τον ξέρουμε και δεν καθόμαστε ποτέ, έστω και λίγο, να πιούμε έναν καφέ και να αλληλογνωριστούμε.
Ερρίκος Μηλιάρης, Ηθοποιός – Διοικητικό Μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ)
Πηγή Εικόνας: https://www.pexels.com/el-gr/photo/91224/